Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

John Coltrane

Ο John William Coltrane γεννήθηκε, στις 23 Σεπτεμβρίου 1926, στη Βόρεια Καρολίνα, σε μια εποχή έντονων φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική.
Στο περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Coltrane κυριαρχούσαν δύο στοιχεία: η μουσική, αφού και οι δυο γονείς του,  έστω και ερασιτεχνικά, είχαν σχετική ενασχόληση και η θρησκευτικότητα, καθώς ο παππούς του ήταν πρεσβύτερος της εβραϊκής Εκκλησίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία, αντιμετώπισε το θάνατο του πατέρα του, του παππού του και της θείας του, ενώ αυτή η περίοδος ταυτίζεται με την αρχή της ενασχόλησής του με τη μουσική.
Η πρώτη συμμετοχή του Coltrane σε μουσικό σύνολο, ήταν το 1939, σε μια ορχήστρα της Κοινότητας, όπου έπαιζε κλαρινέτο και γαλλικό κόρνο, ενώ στο alto σαξόφωνο στράφηκε όταν εντάχθηκε στη γυμνασιακή ορχήστρα. Τον Ιούνιο του 1943, μετακόμισε την Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας και την περίοδο αυτή ξεκινά το ενδιαφέρον του για την τζαζ. Στο διάστημα 1945 - 1946 υπηρέτησε στο ναυτικό. Έχει ανακυρηχθεί άγιος από την African Orthodox Church των ΗΠΑ, ως Saint John William Coltrane.
Την πρώτη του ηχογράφηση, εκτέλεση της κλασικής bebop επιτυχίας “Hot House”, την έκανε το1946, στη διάρκεια της θητείας του, ενώ στις αρχές του επόμενου χρόνου, συμμετείχε στα μουσικά σχήματα “The Joe Webb Band” και “The King Kolax Band”. Σταδιακά στράφηκε από το alto στο tenoro σαξόφωνο. Η σημαντική αυτή επιλογή αποδίδεται, σύμφωνα με ορισμένους, σε μια συνάντηση που λέγεται ότι είχε με τον Charlie Parker, κατά την οποία διαπίστωσε ότι το alto σαξόφωνο είχε εξαντλήσει τα όριά του και έτσι αποφάσισε την εξερεύνηση του tenoro. Η περισσότερο “πεζή” εκδοχή για την επιλογή του tenoro σαξόφωνου, από τον Coltrane, συνδέει το γεγονός αυτό με τη συμμετοχή του στην ορχήστρα του Eddie “Cleanhead” Vinson, ο οποίος έπαιζε alto. Στα μέσα της καριέρας του το ενδιαφέρον του προσέλκυσε το soprano σαξόφωνο, ως αποτέλεσμα της γνωριμίας του με τον νεαρό τότε σαξοφωνίστα Steve Lacy, ο οποίος είχε ταχθεί στο όργανο αυτό.
Για τα επόμενα χρόνια ο Coltrane πέρασε από πολλά σχήματα, όπως η μπάντα του Jimmy Heath, στα μέσα του 1948, η οποία την εποχή εκείνη εξελίχθηκε στη θρυλική “The Howard McGhee All Stars”. Το 1949 επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια, και στα τέλη του χρόνου έγινε μέλος της μεγάλης ορχήστρας του Dizzy Gillespie, όπου έμεινε μέχρι την διάλυση της το 1950. Ο Coltrane συνέχιζε όμως να παίζει δίπλα στον Gillespie μέχρι την άνοιξη του 1951, εποχή κατά την οποία καταγράφεται δισκογραφημένο και το πρώτο του σόλο στη σύνθεση “We Love to Boogie” με τον Gillespie.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η εξάρτησή του από την ηρωίνη αποτέλεσε αιτία της εκπαραθύρωσής του από σημαντικά μουσικά σχήματα της εποχής εκείνης, με κυριότερο την ορχήστρα του Johnny Hodges και αργότερα το ιστορικό μουσικό σχήμα του Miles Davis, στο οποίο συμμετείχε από το 1955. Η συνεργασία του με τον πατέρα της cool jazz αποτέλεσε το πρώτο σημείο καμπής στην καριέρα του Coltrane, αφού τον καθιέρωσε πραγματικά ως μεγάλο μουσικό. Ο Miles Davis ξεκινούσε την εποχή εκείνη τη δεύτερη καριέρα του, αφού είχε καταφέρει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, κερδίζοντας την αναγνώριση του κοινού στο μεγάλο φεστιβάλ τζαζ του Νιούπορτ, που συνοδεύτηκε από ένα σημαντικό δισκογραφικό συμβόλαιο και την ευκαιρία να σχηματίσει το δικό του μουσικό σχήμα. Έτσι βρέθηκαν να παίζουν και να ηχογραφούν μαζί ο John Coltrane, ο πιανίστας Red Garland, ο μπασίστας Paul Chambers και ο ντράμερ  Philly Joe Jones, οι οποίοι επρόκειτο να συνοδεύσουν τον Coltrane στις πρώτες ηχογραφήσεις που έκανε αργότερα με το όνομά του. 
Οι σημαντικές στιγμές της συνεργασίας του Coltrane με τον Davis έχουν καταγραφεί στα “Round About Midnight”, “The New Miles Davis Quintet” του 1955 και στα ιδιαίτερα σημαντικά “Cookin” (1957), “Relaxin” (1957), “Workin” (1958), και “Steamin” (1961). Την ίδια περίοδο ο Coltrane είχε αρχίσει να κερδίζει τη φήμη ενός σημαντικού μουσικού και η παρουσία του εντοπίζεται σε πολλές ηχογραφήσεις διαφόρων δισκογραφικών εταιρειών. Το καλοκαίρι του 1956 οι σχέσεις του με τον Davis πέρασαν σοβαρή κρίση με αποκορύφωμα την απόλυση του από το σχήμα, τον Οκτώβριο, λόγω της αδυναμίας του να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη, κάτι το οποίο κατάφερε χρόνια αργότερα.
Ο Coltrane επέστρεψε στο σχήμα του Miles Davis το φθινόπωρο του 1957. Το μεσοδιάστημα της απουσίας του καταγράφεται η συνεργασίας του με τον Thelonious Monk στο κλαμπ “Five Spot”, ενώ ο Coltrane ανέπτυξε παράλληλα μια διαφορετική τεχνική, “φυσώντας” ταυτόχρονα περισσότερες από μία νότες. Στην εποχή αυτή ανήκουν πολλοί προσωπικοί του δίσκοι, όπως τα “Coltrane”, “Lush Life”, “The Last Trane” και “John Coltrane With the Red Garland Trio”.
Σταθμός στην δισκογραφία του Coltrane θεωρείται η ηχογράφηση του “Blue Train”, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1957. Δυο χρόνια αργότερα ο Coltrane συμμετείχε στην ηχογράφηση του δίσκου του Miles Davis “Kind of Blue”. Το έργο αυτό θεμελίωσε τη modal jazz, στην οποία οι αυτοσχεδιασμοί βασίζονται στις κλίμακες και όχι στις συγχορδίες. Παράλληλα, όμως, ο Coltrane ηχογραφούσε τα προσωπικά του άλμπουμ, όπως το “Giant Steps” και το “Coltrane Jazz”, και τον Απρίλιο του 1960 εγκατέλειψε την μπάντα του Davis δημιουργώντας το ιστορικό κουαρτέτο με τον πιανίστα McCoy Tyner, τον μπασίστα Steve Davis και τον ντράμερ Elvin Jones.
Μια ακόμα σημαντική στιγμή στη δημιουργική πορεία του Coltrane ήρθε το χειμώνα του 1960, με την διασκευή της σύνθεσης “My Favorite Things”, από το μιούζικαλ “The Sound of Music”, των Richard Rodgers και  Oscar Hammerstein II. Η διασκευή αυτή σηματοδότησε την εποχή της αλλαγής για τα δεδομένα της τζαζ. Η εκτέλεση του Coltrane, πέρα από την τεράστια εμπορική επιτυχία, δημιούργησε το πρότυπο της σύνθεσης-εισαγωγής στην τζαζ μουσική. Ο Coltrane είχε μετατρέψει ένα κλασικό βαλς σε πεδίο άσκησης της modal jazz, αναπτύσσοντας έναν καμβά από ιδέες που έμενε πια στους άλλους μουσικούς της τζαζ να τις επεξεργαστούν και να τις εξελίξουν. Ο ίδιος ο Coltrane επαναλάμβανε την εκτέλεση του με κάθε ευκαιρία στις ζωντανές εμφανίσεις του.
Την εποχή αυτή στο σύνολο του Coltrane προστέθηκε και ο κορυφαίος της avant-garde Eric Dolphy, συνεργασία που καταγράφεται δισκογραφικά στο “Live at the Village Vanguard”. Η παραγωγή του Coltrane συνεχίστηκε με τίτλους όπως τα “Coltrane”, “Ballads”, “Duke Ellington and John Coltrane”, και “John Coltrane with Johnny Hartman”, ενώ η «απογείωση» προς το χώρο της free jazz, με κυρίαρχο στοιχείο την απελευθέρωση της φόρμας, άρχισε με το “Impressions” (1963), για να ακολουθήσει την ερχόμενη χρονιά το “Live at Birdland” και κυρίως το “Crescent” (1964).
Το 1965 ο Coltrane κατέθεσε το έργο που προσδιόρισε τη σχέση του με τη θρησκευτικότητα και αποτελεί την περισσότερο βατή δουλειά του στην κατεύθυνση αυτή, το “A Love Supreme”. Ηχογραφήθηκε το Δεκέμβριο του 1964 και είναι ένας εκτεταμένος τελετουργικός αυτοσχεδιασμός αφιερωμένος στο Θεό. Έργο απλό ως σύλληψη, αλλά σπάνιας εσωτερικής δύναμης, ξεπέρασε τελικά το ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις.
Το 1966 πρόλαβε να δει την κυκλοφορία του “Kulu Se Mama” και του “Meditations”, ενώ η ηχογράφηση του “Expression” ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν από το θάνατο του, από καρκίνο, στις 17 Ιουλίου τοῦ 1967…

ΠΗΓΗ: https://en.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου