Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Philip Glass

Ο Philip Glass, γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη στις 31 Ιανουαρίου 1937.
Ανακάλυψε τη μουσική στο μαγαζί του πατέρα του, ο οποίος επιδιόρθωνε ραδιόφωνα. Ο πατέρας του, Ben Glass, είχε δισκάδικο και είναι εγγονός Εβραίων μεταναστών από τη Λιθουανία. Έφερνε στο σπίτι μεταχειρισμένους δίσκους που του πουλούσαν σε χαμηλή τιμή για να τους ακούσουν τα παιδιά του και να διαπιστώσει γιατί πλέον δεν άρεσαν στους πελάτες του. Αυτοί οι δίσκοι τύχαινε να είναι ηχογραφήσεις μουσικής δωματίου και ο Philip γρήγορα απέκτησε οικειότητα με τα κουαρτέτα του Beethoven, τις σονάτες του Schubert και τις συμφωνίες του Shostakovitch, ένα είδος μουσικής που τότε θεωρούνταν εκτός ρεύματος.
Ο Philip ξεκίνησε να μαθαίνει βιολί στα έξι και αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη μουσική όταν άρχισε να μελετά φλάουτο σε ηλικία οκτώ ετών. Στα δεκαπέντε του έμοιαζε απογοητευμένος με το περιορισμένο ρεπερτόριο για φλάουτο όπως και με τη μουσική ζωή της μεταπολεμικής Βαλτιμόρης.
Το δεύτερο χρόνο στο Κολέγιο έκανε αίτηση στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Τον δέχτηκαν και με τη βοήθεια των γονιών του μετακόμισε εκεί, όπου για να κερδίσει κάποια χρήματα έκανε διάφορες δουλειές όπως το να φορτώνει αεροπλάνα στο αεροδρόμιο. Τις ελεύθερες ώρες του έκανε εξάσκηση στο πιάνο και μελετούσε. Στο Σικάγο ανακάλυψε και την τέχνη του σειραϊσμού του Webern και συνέθεσε ένα δωδεκαφθογγικό τρίο εγχόρδων.
Το καλοκαίρι του 1960, σπούδασε με τον Darius Milhaud στο Aspen Music Festival και συνέθεσε ένα Κοντσέρτο για βιολί.
Στα δεκαεννιά του ο αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο με άριστα στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Έχοντας αποφασίσει να γίνει συνθέτης, μετακομίζει στη Ν. Υόρκη και παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών Τζούλιαρντ. Τότε περίπου εγκατέλειψε και τις 12τονικές τεχνικές που χρησιμοποιούσε στο Σικάγο και άρχισε να μελετά αμερικανούς συνθέτες όπως ο Aaron Copland και ο William Schuman. Παρ’ όλα αυτά ακόμα δεν είχε ανακαλύψει τη δική του «φωνή».
Ερευνώντας συνεχώς, μετακομίζει στο Παρίσι και περνά δυο χρόνια εντατικής μελέτης με τη Nadia Boulanger. Εκεί ήρθε σε επαφή και συνεργάσθηκε με γνωστούς σκηνοθέτες και διανοούμενους της Γαλλίας όπως ο Jean-Luc Godard, ο François Truffaut, ο Ravi Shankar, και ο Pierre Boulez. Στο Παρίσι τον προσέλαβε ένας σκηνοθέτης για να μεταγράψει την ινδική μουσική του Ravi Shankar σε νότες που μπορούσαν να διαβάσουν οι Γάλλοι μουσικοί. Στη διάρκεια της εργασίας αυτής ανακάλυψε τις τεχνικές της ινδικής μουσικής.
Αφού έψαξε στη Βόρεια Αμερική, στην Ινδία και τα Ιμαλάια, επέστρεψε στη Ν. Υόρκη αποκηρύσσοντας την προηγούμενη μουσική του και άρχισε να εφαρμόζει ανατολικές τεχνικές στο έργο του.
Το 1966 στη βόρεια Ινδία ήρθε σε επαφή με τους θιβετιανούς πρόσφυγες και άρχισε να κλίνει προς τον Βουδισμό. Το 1972 συναντήθηκε με τον Δαλάι Λάμα και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτησίας του Θιβέτ. Το 1967 εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη όπου άρχισε η συνθετική του καριέρα, και αφιερώθηκε στο νέο μουσικό σύστημα του μινιμαλισμού στη μουσική. Η μουσική του ταίριαζε στις κινηματογραφικές ταινίες δίνοντας ένα ύφος μυστηρίου και πνευματισμού. Η πρώτη του όπερα Einstein on the Beach παρουσιάστηκε το 1976 στη Γαλλία.
Η όπερά του, Satyagraha, παρουσιάστηκε το 1980 στο Rotterdam, βασισμένη στην ζωή του Mahatma Gandhi, του ποιητή Rabindranath Tagore, και του Martin Luther King Jr. Η όπερά του, Akhnaten, ερμηνεύτηκε σε Αρχαία Αιγυπτιακά το 1984 στην όπερα της Στουτγάρδης.
Ήδη το 1974 είχε συνθέσει μια μεγάλη συλλογή νέας μουσικής, όχι μόνο για τη θεατρική εταιρεία Mabou Mines, της οποίας ήταν συνιδρυτής, αλλά κυρίως για το δικό του συγκρότημα, το Phlip Glass Ensemble. Αυτή την περίοδο μεσουράνησε το Music in Twelve Parts, μια τρίωρη συλλογή της νέας μουσικής του Philip Glass. Έφτασε το απόγειό της το 1976 με την όπερα των Glass/ Robert Wilson Einstein on the Beach, ένα έπος 4½ ωρών που τώρα πια φαντάζει ως σημείο αναφοράς για το μουσικό θέατρο του 20ου αιώνα.
Εκτός από αυτό το έργο, ο Glass συνεργάστηκε με τον Robert Wilson σε διάφορα άλλα όπως το the Civil wars – Act V (Rome Section), γραμμένο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο White Raven, μια όπερα που ζητήθηκε από την Πορτογαλία για να γιορτάσει την ιστορία της ανακάλυψής της, η οποία έκανε πρεμιέρα στην έκθεση EXPO ’98 στη Λισσαβόνα. Επίσης συνεργάστηκαν και στο Monsters of Grace, μια όπερα τριών διαστάσεων.
Έχει συνθέσει πολλά συμφωνικά έργα και κονσέρτα, η τρίτη συμφωνία βασίζεται σε θέματα των David Bowie, και Brian Eno. Στη δεκαετία του 1990 συνθέτει ένα τρίπτυχο όπερας (1991-1996), ως φόρο τιμής στον σκηνοθέτη Jean Cocteau, με βάση το κινηματογραφικό του έργο: Orphée (1949), La Belle et la Bete (1946), καθώς και το μυθιστόρημα Les Enfants Terribles(1929).
Το φιλμ Kundun (1997) για την ζωή του Dalai Lama του έδωσε το πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η ταινία The Hours (2002), του χάρισε μια δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ, ενώ η ταινία The Illusionist σημείωσε την τρίτη.
Το 1999 κέρδισε Χρυσή Σφαίρα για την μουσική του, στην πολύ καλή ταινία “The Truman Show”.
Τα πιο πρόσφατα συνθετικά του έργα περιλαμβάνουν το Concerto Fantasy for Two Timpanists and Orchestra το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Avery Fisher Hall το Νοέμβριο του 2000, το In the Penal Colony, ένα μιούζικαλ βασισμένο σε μια ιστορία του Franz Kafka, που του ανατέθηκε από το A Contemporary Theatre και παρουσιάστηκε στο Σιάτλ το 2000.
Επίσης το έργο Voices for Didgeridoo, Organ and Narrator, ζητήθηκε απ’ την πόλη της Μελβούρνης στην Αυστραλία, υποψήφια για παγκόσμια πρεμιέρα το Μάιο του 2001. Ακόμα συνεργάστηκαν στο Concerto for Cello and Orchestra για τα πεντηκοστά γενέθλια του Julian Lloyd Webber, που έκανε πρεμιέρα στο Beijing Festival τον Οκτώβριο του 2001 και, τέλος, σ’ ένα σάουντρακ για το Naqoyqatsi, το τρίτο μέρος της τριλογίας Glass/ Reggio.
Από το 2008 μέχρι το 2010 ο Glass συνέχισε να δουλεύει, δημιουργώντας μια σειρά από μουσικά κομμάτια δωματίου, που ξεκίνησαν με τα “Songs and Poems”: το Four Movements για δύο πιάνο(2008), Σονάτα για βιολί και πιάνο σε σύνθεση της “παράδοσης του Brahms”(2008) και Σεξτέτο εγχόρδων (2009). Το έργο του με τίτλο Pendulum, Σουίτα για βιολοντσέλο για τον Wendy Sutter (2011) και Partita για τον σόλοβιολιστή Tim Φαιν (2010) είναι πιο πρόσφατες συνθέσεις που προστέθηκαν στη σειρά αυτή.
Άλλα έργα του για το θέατρο ήταν οι Βάκχες του Ευριπίδη (2009, σε σκηνοθεσία JoAnne Akalaitis), και το Kepler (2009), μια ακόμη οπερατική βιογραφία ενός επιστήμονα ή εξερευνητή. Η όπερα βασίζεται στη ζωή κατά τον 17ο αιώνα του αστρονόμου Johannes Kepler, στο πλαίσιο του τριανταετη πολέμου, με ένα λιμπρέτο που αποτελείται το Andreas Gryphius. Είναι η πρώτη όπερα στα γερμανικά, και έκανε πρεμιέρα με τους Bruckner Orchester Linz και Dennis Russell Davies, τον Σεπτέμβριο του 2009.
Το 2009 και το 2010, o Glass επέστρεψε στο είδος κοντσέρτου.
Στις περιοδείες του -πέρασε και από την Αθήνα- συμπεριέλαβε και την ενότητα Phlilip on Film, το απόσταγμα της δουλειάς του για τον κινηματογράφο τα τελευταία 25 χρόνια, με κλασσικά έργα που ξαναδούλεψε για τις ζωντανές εμφανίσεις όπως τα Koyaanisqatsi, Powaqqatsi, La Belle et La Bete, Dracula.

ΠΗΓΗ: http://www.tralala.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου