Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Dr. John

Ο Malcolm John “Mac” Rebennack, Jr . γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1940, στη Νέα Ορλεάνη, στη Λουιζιάνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η καταγωγή του έχει ίχνη πίσω στην αυτοκρατορική επικράτεια της Αλσατίας-Λωρραίνης. Ισχυρίζεται ότι η καταγωγή του ρίζωσε στη Νέα Ορλεάνη κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1800. 
Οι πρώτες μουσικής επιρροές του Dr. John ήταν τραγούδια που άκουγε από τον παππού του και άλλους συγγενείς, όπως θείους και ξαδέρφια, που έπαιζαν πιάνο. Δεν παρακολούθησε μαθήματα μουσικής πριν από την εφηβεία του, υπέμεινε μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη χορωδία λίγο πριν να διώξουν! 
Ο πατέρας του, ιδιοκτήτης ενός καταστήματος συσκευών και δίσκων, όταν ήταν νεαρός ακόμα τον εισάγει στον κόσμο των μουσικών της τζαζ, με μουσικούς όπως ο King Oliver και ο Louis Armstrong. Καθ' όλη την εφηβεία του, οι διασυνδέσεις του πατέρα του, τού επέτρεψαν την πρόσβαση σε στούντιο ηχογραφήσεων ανερχόμενων ροκ καλλιτεχνών, όπως ο Little Richard και Guitar Slim. Έτσι, σταδιακά, προχώρησε στα clubs και ύστερα πάνω στη σκηνή μαζί με διάφορους τοπικούς καλλιτέχνες, κυρίως, με τον Professor Longhair. 
Όταν ήταν περίπου 13 ή 14 ετών, ο Dr. John συνάντησε τον Professor Longhair. Η συνάντηση αυτή σηματοδότησε το ξεκίνημα της μουσικής του καριέρας και την είσοδο του στον επαγγελματικό, πλέον, χώρο της μουσικής. Περιγράφει την αρχική του εντύπωση από τον Professor Longhair σημειώνοντας, όχι μόνο την μουσική ανδρεία του, αλλά και το ύφος του: "Ήμουν γοητευμένος ακόμα και όταν καθόταν εκεί έξω με ένα ζιβάγκο πουκάμισο, με μια όμορφη χρυσή αλυσίδα, με ένα ρολόι να κρέμεται από αυτήν, καπέλο από τον στρατό στο κεφάλι του. Και σκεφτόμουν Πω πω! Ποτέ δεν έχω δει κανέναν ντυμένο σαν αυτόν τον τύπο. Απλά τα πάντα σε σχέση με αυτόν τον άνθρωπο ήταν όμορφα. Και φορούσε και πολύ όμορφα γάντια, από μετάξι. Ποτέ δεν θα το ξεχάσω αυτό". 
Σε ηλικία 16 ετών προσλήφθηκε από τον Johnny Vincent ως παραγωγός για τη δισκογραφική "Ace Records". Εκεί, εργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο James Booker και Earl King, επεκτείνοντας σημαντικά τη μουσική του εμπειρία. Πιέστηκε πολύ στα χρόνια του γυμνασίου, αλλά τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική. Στη συνέχεια, ξεκίνησε τη χρήση ναρκωτικών κάτι που τον έκανε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Νέα Ορλεάνη και να πάει στην Καλιφόρνια, όπου εκεί γεννήθηκε επίσημα ο τελικός του χαρακτήρας ως μουσικός με το όνομα Dr. John. 
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη Νέα Ορλεάνη, ο Dr. John, αρχικά επικεντρώθηκε στην κιθάρα και έπαιζε σε τοπικές μπάντες, όπως στους "Mac Rebennack" και στους "Skyliners" με τους Paul Staele / Dennis “Bootsie” Cuquet, Earl Stanley, Charlie Miller, Charlie Maduell και τον Roland “Stone” LeBlanc, στους "Frankie Ford" και στους "Thunderbirds", στους "Byrne and Jerry" και στους "Loafers". 
Το 1959 κυκλοφόρησε την επιτυχία του, με τίτλο “Storm Warning” με επιρροές από τον Bo Diddley με την δισκογραφική "Rex Records".
Η καριέρα του Rebennack ως κιθαρίστας έφτασε στο τέλος της, όταν το αριστερό του δάχτυλο τραυματίστηκε από πυροβολισμό, αλλά συνέχισε να υπερασπίζεται τον Ronnie Barron , τραγουδιστή και στα πλήκτρα , συνάδελφο του, συμμαθητή του στο Jesuit High School και παλιό φίλο του. Μετά τον τραυματισμό του, συγκεντρώνεται στην κιθάρα, πριν γίνει το πιάνο η κύρια απασχόληση του. Ο πιανίστας Professor Longhair υπήρξε σημαντική επιρροή στο ύφος που υιοθέτησε. 
Tο 1963 μετακόμισε στο Λος Άντζελες , όπου έγινε ο πρώτος μουσικός στη ραγδαία αναπτυσσόμενη μουσική σκηνή του Λος Άντζελες για τις δεκαετίες του '60 και του '70, παρέχοντας υποστήριξη στη Sonny & Cher (και μουσική για την Cher , στο τραγούδι της με τίτλο "Chastity") , και για τους Canned Heat στο άλμπουμ τους "Living the Blues" (1968), "Future Blues" (1970), και "Freak Out!" για τον Frank Zappa. 
Ο Dr. John, μεγάλωσε πλήρως εκτεθειμένος στη σκληρή πραγματικότητα της Νέας Ορλεάνης, κάτι που συνέβαλλε στην διαμόρφωση του και τον επηρέασε ως μουσικό. 
Χαρακτηριστικό του αποτελεί το είδος μουσικής του, που αποκαλείται ως "jazzy funk", με τον συνδυασμό ψυχεδελικού ροκ, τα οποία προέρχονταν από την χρήση ναρκωτικών, στην οποία είχε εθιστεί, κατά την διάρκεια των όχι και τόσο επιτυχημένων δίσκων του, που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του '60 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70. 
Δεν λάμβανε σοβαρά τις προειδοποιήσεις των φίλων του και τις συμβουλές της μητέρας του. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, συνέχισε τη συνήθειά του, μη μπορώντας να καταπολεμήσει τον εθισμό, αν και δοκίμασε κέντρα αποτοξίνωσης. Τέλος, μετά από καρδιακά προβλήματα που αντιμετώπισε στη Νέα Υόρκη, βγήκε από ένα κέντρο αποτοξίνωσης, νηφάλιος πλέον, τον Δεκέμβριο του 1989. Στη συνέχεια όμως απέκτησε ψυχιατρικά προβλήματα τη δεκαετία του '90, αλλά, σήμερα, είναι νηφάλιος και ψυχικά σταθερός με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής. 
Ο Dr. John ανέπτυξε την ιδέα της προσωπικότητας του "Dr. John", χάρη στον παλιό φίλο του Ronnie Barron. Την είχε φανταστεί ως μια ενδιαφέρουσα εικόνα και ως έμβλημα για την κληρονομιά της Νέας Ορλεάνης. 
Θυμάται, όταν κάποια στιγμή είχε διαβάσει την πρωτότυπη έκδοση του Doctor John στα νιάτα του, ήταν κάτι που τον ενέπνευσε και ένα έργο από το οποίο δανείστηκε το όνομα “Gris Gris “, για το πρώτο φημισμένο του δίσκο, με μια δόση δικής του "ιατρικής βουντού". 
Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του '60, κέρδισε τη φήμη του, ως σόλο καλλιτέχνης, μετά την έκδοση της περσόνας του ως “Dr. John, The Night Tripper”, με ύφος που συνδίαζε τον ρυθμό της Νέα Ορλεάνης, τα blues, το ψυχεδελικό ροκ και περίτεχνες εμφανίσεις, με στοιχεία από θρησκευτικές τελετές βουντού, συμπεριλαμβανομένων περίτεχνων κοστουμιών και κόμμωσης. 
Το όνομα “Dr John” προήλθε από έναν θρυλικό επαγγελματία βουντού από τη Λουιζιάνα, που έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα. Από την αρχή της καριέρας του αποκαλούσαν τον καλλιτέχνη με το όνομα “Dr. John, The Night Tripper”, ενώ σαν σύνθετη τον έλεγαν "Dr. John Creaux". 
Μέσα σε λίγα χρόνια εγκατέλειψε το ψευδώνυμο "Night Tripper" και συνέχισε να χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα για τη σύνθεση και την παραγωγή μουσικής. 
Το “Gris-Gris ” αποτέλεσε τον πρώτο του δίσκο, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1968 συνδυάζοντας ρυθμούς βουντού και τραγούδια από τη μουσική παράδοση της Νέας Ορλεάνης. Το άλμπουμ του αυτό κατέλαβε την 143η θέση, ανάμεσα στα 500 Καλύτερα Άλμπουμ όλων των εποχών, κατά το περιοδικό "Rolling Stone". 
Τρία ακόμη άλμπουμ, το  'Babylon" (1969), το "Remedies" (1970) και το "The Sun, Moon, And Herbs" (1971) κυκλοφόρησαν στο ίδιο πνεύμα του "Gris-Gris", αλλά κανένα, από αυτά, δεν απέκτησε τη δημοτικότητα του πρώτου του. 
Από τις αρχές του 1969, ο Dr. John περιόδευε, υποστηρίζοντας τους μουσικούς Richard “Didymus” Washington, Richard Crooks, David Leonard Johnson, Gary Carino, και τους τραγουδιστές Eleanor Barooshian, Jeanette Jacobs από τους The Cake, και Sherry Graddie. 
Συνέχισε με μια δεύτερη περιοδεία τον ίδιο χρόνο, από την Ανατολική Ακτή με τους "Crooks and Johnson" συνοδευόμενους από τους Doug Hastings (κιθάρα) και Don MacAllister (μαντολίνο). Ακόμη, το 1969, συνέβαλλε στο project "Free Creek", συμμετέχοντας σε τρία τραγούδια με τον Eric Clapton. Οι "Washington" και οι "Crooks", επίσης, συνέβαλλαν στο ίδιο project. 
Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ του "The Sun, Moon, and Herbs", κέρδισε πολλούς fans, συμπεριλαμβανομένων καλλιτεχνών, όπως ο Eric Clapton και ο Mick Jagger, οι οποίοι επίσης συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις για τον συγκεκριμένο δίσκο. 
Το “The Sun, Moon, and Herbs”, ήταν μια μετάβαση από τον χαρακτηρισμό του ως “Night Tripper voodoo”, μια ψυχεδελική περσόνα, σε μια περισσότερο σχετική με την παραδοσιακή R&B και funk μουσική της Νέας Ορλεάνης.
Ο επόμενος δίσκος του, "Dr. John’s Gumbo", με τη συμμετοχή του ντράμερ Fred Staehle αποδείχτηκε ένα από τα πιο επιτυχημένα και πιο γνωστά άλμπουμ του μέχρι σήμερα. 
Παράλληλα με τον δίσκο του “Gris-Gris”, ο Dr. John είναι ίσως γνωστός για τις ηχογραφήσεις του μεταξύ του 1972-1974. Το 1972 ο δίσκος του “Dr. John’s Gumbo”, αποτελεί έναν δίσκο, "ακρογωνιαίο λίθο", για τα δεδομένα της Νέας Ορλεάνης. 
Το 1994 γράφει την αυτοβιογραφία του.
Το πρώτο single από το άλμπουμ του “Iko Iko”, κατέκτησε και αυτό μια θέση στο "Billboard top 40 singles chart". Το 2003, ο δίσκος του Dr. John’s Gumbo ψηφίστηκε και κέρδισε την 402η θέση, στη λίστα των 500 καλύτερων άλμπουμ όλων των εποχών, του περιοδικού "Rolling Stone". Κέρδισε επίσης μια θέση στη λίστα "Top 100 Louisiana CDs", του περιοδικού "Offbeat", το 1999. 
Στο ξεκίνημα του 1973 ο Thomas Jefferson Kaye κυκλοφόρησε έναν δίσκο με την φιλική συμμετοχή του Dr. John, του Mike Bloomfield και του John Paul Hammond, με τίτλο "Triumvirate", ηχογραφημένο στο studio της Columbia, στο San Francisco, και στο Village Recorders, στο Los Angeles.
Το 1973, μαζί με τον Allen Toussaint στην παραγωγή και τους "Meters" στην υποστήριξη, ο Dr. John, κυκλοφόρησε ένα funk άλμπουμ, με τίτλο "In the Right Place". Κατέκτησε την 24η θέση στα "Billboard album charts", ενώ το single του "Right Place Wrong Time" έφτασε στην 9η θέση στο "Billboard Hot 100 singles chart". Είναι ένα από τα αναγνωρίσιμα τραγούδια του και συμπεριλαμβάνει συμμετοχή των καλλιτεχνών: Bob Dylan, Bette Midler, και Doug Sahm, οι οποίοι συνέβαλλαν στους στίχους του κομματιού.
Το δεύτερο single, "Such a Night", έφτασε την 42η θέση.
Ο Dr. John προσπάθησε πάλι να συνεργαστεί ακολουθώντας την ίδια τακτική με τον Allen Toussaint και τους "Meters", στο επόμενο άλμπουμ του, "Desitively Bonnaroo", που κυκλοφόρησε το 1974. Ήταν το τελευταίο καθαρά funk άλμπουμ μέχρι το 1994 και το άλμπουμ του "Television".
Στα μέσα της δεκαετίας του '70, ξεκίνησε την εικοσάχρονη συνεργασία του με τον Doc Pomus, συνθέτη από το "R&R Hall of Fame", για τη δημιουργία τραγουδιών, με αποτέλεσμα την κυκλοφορία των άλμπουμ "City Lights" και "Tango Palace" και για το "There Must Be a Better World Somewhere", του B.B. King, το οποίο κέρδισε το Grammy για την καλύτερη έθνικ ή παραδοσιακή ηχογράφηση, το 1982.
Ο Dr. John επίσης ηχογράφησε το "I’m On a Roll", το τελευταίο τραγούδι σε στίχους του Doc Pomus, λίγο πριν τον θάνατό του το 1991. Ο Dr. John ήταν πολύ καλός φίλος με τον Pomus και μάλιστα έπαιξε κάποια τραγούδια του, στη κηδεία του, στις 17 Μαρτίου του 1991, στη Νέα Υόρκη. 
Την ημέρα των ευχαριστιών το 1976, τραγούδησε στην αποχαιρετιστήρια συναυλία για τους "Band", η οποία φιλμογραφήθηκε, από τον Martin Scorsese και κυκλοφόρησε με τον τίτλο "The Last Waltz". 
Το 1979, συνεργάστηκε με τον θρυλικό Professor Longhair, για την τελευταία ηχογράφηση άλμπουμ του "Fess" (ψευδώνυμο του καλλιτέχνη Henry Byrd), με τίτλο "Crawfish Fiesta", ως κιθαρίστας και συμπαραγωγός. Ο δίσκος βραβεύτηκε ως ο πρώτος "W.C. Handy Blues" δίσκος της χρονιάς 1980 και κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατο του Longhair τον Ιανουάριο του 1980 . 
Το 1981 και το 1983, ο Dr John, ηχογράφησε δύο άλμπουμ για πιάνο σόλο. Σε αυτές τις δύο ηχογραφήσεις παίζει πολλές από τις δικές του συνθέσεις, σε ρυθμούς boogie-woogie. 
Το 1972 έπαιξε πιάνο στο τραγούδι των Rolling Stones "Let It Loose", καθώς και στο ντουέτο των Carly Simon και James Taylor, με τίτλο "Mockingbird" το 1974 και στο "Beautiful Noise" του Neil Diamond το 1976. Συνέβαλε επίσης στο τραγούδι "More and More" των "Playing Possum". 
Έπαιξε σε τρία τραγούδια, το 1973, στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ της Maria Muldaur, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσής του "Three Dollar Bill". Τραγούδησε σε τέσσερα τραγούδια και έπαιξε πιάνο για δύο, το 1992, στο "Louisiana Love Call" της Muldaur. Ήταν συμπαραγωγός το 1977 στο άλμπουμ του Van Morrison "A Period of Transition" όπου, επίσης, έπαιξε κιθάρα και πλήκτρα. 
Συνέβαλε ακόμη σε τρία τραγούδια, γράφοντας στίχους ("Washer Woman", "The Ties That Bind", και "That’s My Home") και, παίζοντας κιθάρα και πλήκτρα, το 1977, σε μια κυκλοφορία του Levon Helm, με τίτλο "Levon Helm and the RCO Allstars". 
Τραγούδησε, στις 19 Μαρτίου 1977, σε ένα επεισόδιο του καναλιού NBC για την εκπομπή "Saturday Night Live". 
Έπαιξε πλήκτρα στο πολύ επιτυχημένο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Rickie Lee Jones.
Πραγματοποίησε μια περιοδεία με τον Willy DeVille και συνέβαλε στα άλμπουμ του: "Return to Magenta" (1978), "Victory Mixture" (1990), "Backstreets of Desire" (1992), και "Big Easy Fantasy" (1995). 
Η μουσική του έχει ακουστεί σε πολλές ταινίες όπως στο "Such a Night" το 1988.
Το 1992, κυκλοφόρησε έναν νέο δίσκο, με τίτλο "Goin’ Back to New Orleans", που περιλαμβάνονται πολλά κλασικά τραγούδια από τη Νέα Ορλεάνη με επιρροές από μουσικούς, όπως Aaron Neville, Neville brothers, Al Hirt και Pete Fountain οι οποίοι υποστήριξαν τον Dr John σ' αυτόν το δίσκο. 
Ακόμα, ήταν αυτός που τραγούδησε, ως ο πρώτος Αμερικανός καλλιτέχνης, στο φεστιβάλ "Franco Follies", το 1992. 
Ο Dr John έχει κάνει, επίσης, τα φωνητικά για παιδικά έργα, ενώ συμμετείχε και στο τραγούδι "My Opinionation", στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που ακούγονταν στην τηλεοπτική σειρά "Blossom".
Μια έκδοση του "Do You Know What It Means To Miss New Orleans", με τον Harry Connick, κυκλοφόρησε το 1990.
Ο Paul Howrilla, πολλά χρόνια έμπιστος φίλος και προσωπικός μάνατζέρ του, ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε για την εικόνα του, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Παραμένουν πολύ στενοί φίλοι μέχρι σήμερα. 
Ακόμα συμμετείχε στο μιούζικαλ "Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band", εμπνευσμένο από τους Beatles, το 1978 και στην ταινία "Blues Brothers", του 2000 (στην οποία με το συγκρότημα "Louisiana Gator Boys" παίζουν τα τραγούδια "How Blue Can You Get" και "New Orleans").
Η εκδοχή του για το τραγούδι "Season of the Witch" συμμετείχε επίσης στο soundtrack αυτής της ταινίας. 
Έγραψε επίσης και εκτέλεσε την τελική εκδοχή του John Steinbeck για το "Cannery Row", που κυκλοφόρησε το 1982. 
Το 1993, η επιτυχία του "Right Place Wrong Time" χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην ταινία "Dazed and Confused". 
Ο Dr John έχει επίσης συμμετάσχει σε πολλά βίντεο και τραγούδια blues και σε μαθήματα πιάνου στη Νέα Ορλεάνη που δημοσιεύτηκαν από την "Homespun Tapes". 
Μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 1989 περιόδευσε με τους Levon Helm, Rick Danko, Nils Lofgren, Jim Keltner, Joe Walsh, Billy Preston και Clarence Clemons. Ύστερα η περιοδεία του κυκλοφορεί το 1990 σε ένα live άλμπουμ του με τίτλο "Ringo Starr and His All-Starr Band". 
Το 1997, συμμετείχε στο single του Lou Reed , "Perfect Day". Την ίδια χρονιά, έπαιξε πιάνο για το "Cop Shoot Cop …", των "Spiritualized", από το θρυλικό τους άλμπουμ "Ladies and Gentlemen We Are Floating in Space". 
Τον Σεπτέμβριο του 2005 ερμήνευσε το "Walkin’ to New Orleans" του Fats Domino , στη συναυλία "Shelter from the Storm: A Concert for the Gulf Coast telethon", με σκοπό την υποστήριξη των θυμάτων του Τυφώνα Κατρίνα, ο οποίος προκάλεσε την καταστροφή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Νέας Ορλεάνης.
Τον Νοέμβριο του 2005, κυκλοφόρησε μια παρατεταμένη εκτέλεση τεσσάρων τραγουδιών, με τίτλο "Sippiana Hericane", με στόχο να συμβάλλει στις οργανώσεις "New Orleans Musicians Clinic", "Salvation Army", και στο Ίδρυμα Jazz της Αμερικής.
Στις 5 Φλεβάρη του 2006, ένωσε συναδέλφους του από τη Νέα Ορλεάνη, τον Aaron Neville, την Aretha Franklin και μια 150-μελή χορωδία για να τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο στο "Super Bowl ΧL", αφιερωμένο στη Νέα Ορλεάνη. 
Στις 8 Φεβρουαρίου του 2006, μαζί με τους Allen Toussaint, Bonnie Raitt, "The Edge" και Irma Thomas έπαιξαν το "We Can Can", κατά τη λήξη των "Grammy Awards". Στις 12 του Μάη της ίδιας χρονιάς, ηχογράφησε ένα live στο "Abbey Road Studios", για την εκπομπή "Live from Abbey Road", ενώ στις 30 Ιουλίου έπαιξε ένα σόλο για πιάνο, στο "Black Orchid Theatre" του Σικάγο,προς τιμήν του σύνθετη Wardell Quezergue, σε έναν έρανο για μουσικούς της Νέα Ορλεάνης. Εκεί, ο Mike Mills, των "REM", εμφανίστηκε ως guest, μαζί με μια all-star funk μπάντα. 
Το 2007, αποδέχθηκε την πρόσκληση να συμβάλει στο "Goin’ Home: A Tribute to Fats Domino" και παρουσίασε μια δική του έκδοση, για το τραγούδι του Domino, "Don’t Leave Me This Way". 
Τον Ιανουάριο του 2008, μπήκε στο "Louisiana Music Hall of Fame". 
Το 2009, στην ταινία  της Disney "Η Πριγκίπισσα και ο Βάτραχος", τραγουδά τη μελωδία των τίτλων "Down in New Orleans".
Στις 13 Μαΐου, 2010, έπαιξε, μαζί με τους "Roots", στην σειρά "Late Night" (επεισόδιο 246). 
Επίσης, έπαιξε πλήκτρα και είχε ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του άλμπουμ του Gregg Allman "Low Country Blues" (2011), σε παραγωγή του T-Βone Burnett. 
Το 2011 συνεργάστηκε με τον Hugh Laurie για το τραγούδι "After You’ve Gone", στο άλμπουμ του "Let Them Talk", ενώ, την ίδια χρονιά τραγουδά, παρέα με τους  Allen Toussaint και "The Meters" το "Desitively Bonnaroo" στο "Bonnaroo Music & Arts Festival" στο Μάντσεστερ. Το όνομα του φεστιβάλ ήταν εμπνευσμένο από το άλμπουμ.
Το 2012, κυκλοφόρησε το "Locked Down", μια συνεργασία με τον Dan Auerbach των "Black Keys", ο οποίος είναι παραγωγός αλλά παίζει και κιθάρα. Το άλμπουμ έλαβε πολύ θετικές κριτικές για τον ήχο του.

ΠΗΓΗ: www.tralala.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου