Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Μαρία Φαραντούρη

Η Μαρία Φαραντούρη γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1947 στην Αθήνα.

Η παιδική της ηλικία δεν ήταν εύκολη και ανέμελη. Η πολιομυελίτιδα, η επιδημία της εποχής, που έπληττε, κυρίως τα παιδιά, δεν την άφησε αλώβητη και την ταλαιπώρησε έντονα έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα, έστω και μαζί με άλλα παιδιά, στο σανατόριο για έξι μήνες ήταν μια επώδυνη διαδικασία για την μόλις δύο ετών Μαρία, την οποία έπρεπε να δοκιμάσει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες, ο πατέρας από την Κεφαλονιά και η μητέρα από τα Κύθηρα, ήταν εγκατεστημένοι στη Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι…
Η εφηβεία, όμως, έφερε τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής της έδωσε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει, ότι το τραγούδι θα γινόταν γι’ αυτήν δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ είχε ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής, βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση και αποτελούσε φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης ήταν μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που ήθελαν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη έκανε τα πρώτα της μουσικά βήματα και, χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της, από μέλος της χορωδίας έγινε πολύ σύντομα σολίστ.
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον "Καημό". Ήταν τόσο βαθειά η εντύπωση, που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: “Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;” “Το ξέρω”, ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη, η Μαρία γνώρισε για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της ήταν παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακουγόταν ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το "Ένας Όμηρος", απ’ όπου και το "Γελαστό Παιδί", ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη έκανε γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Ήταν στα 1965, όταν η Μαρία έκανε την πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη "Κάποιος γιορτάζει", όπου τη συνόδευε ο Λάκης Παπάς.
Στα 1966, κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου "Το νησί της Αφροδίτης", τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το "Ματωμένο Φεγγάρι", σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Λίγο νωρίτερα, την είχε καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του και της είχε παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για τη φωνή της: τη "Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν", σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Πολύ σύντομα, ο συνθέτης της έγραψε και έξι τραγούδια, τα οποία ονόμασε "Κύκλο Φαραντούρη", τιμώντας ήδη από τόσο νεαρή ηλικία αυτήν που επρόκειτο να γίνει η κύρια ερμηνεύτριά του – η ιέρειά του! Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν αφιέρωσε ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός, ότι πολλά έργα του τα έγραφε για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.
Ως αναπόσπαστο μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη, που έδινε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Μαρία επισκέφθηκε και τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί την άκουσε ο σπουδαίος Ρώσος μουσουργός Aram Ilyich Khachaturian, ο οποίος της ζήτησε να μείνει στη Μόσχα για μουσικές σπουδές. Όμως, η Μαρία ακολούθησε τον Έλληνα συνθέτη στο μουσικό του οδοιπορικό. Μνημειακό θα χαρακτηριζόταν σήμερα το βινύλιο που κυκλοφόρησε το 1966 στην ΕΣΣΔ, ζωντανή ηχογράφηση από τις συναυλίες που δόθηκαν εκεί.
Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), ενώ χαρακτήρισε τη φωνή της δώρο των θεών του Ολύμπου (The Guardian), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας – αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.
Την ίδια εποχή άρχισε η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνέθετε τότε την "Εποχή της Μελισσάνθης", ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφερόταν στους χαλεπούς καιρούς της δικής του νιότης, στα ανοιχτά τραύματα που είχε αφήσει η γερμανική κατοχή και που αναζωπυρώνονταν, υποδαυλισμένα από τα νέα πλήγματα που κατέφερε στην Ελλάδα το στρατιωτικό καθεστώς. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το έργο ο Μάνος Χατζιδάκις επεφύλαξε για τη Μαρία, εξ ου και έδωσε τον υπότιτλο "Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη". Το έργο θα ολοκληρωνόταν χρόνια αργότερα, αλλά η μουσική σχέση της Μαρίας με τον Μάνο είχε ήδη αρχίσει να διαγράφει μια δημιουργική πορεία.
Το Λονδίνο είχε γίνει πια η υιοθετημένη πατρίδα της κι εκεί γνωρίστηκε με τον δεξιοτέχνη της κιθάρας John Williams. Ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης εντυπωσιάστηκε από τη φωνή της και την παρουσία της και συνεργάστηκε μαζί της επάνω στο "Romancero Gitano" του F.G.Lorca, σε μια εξαίρετη μεταγραφή για φωνή και κιθάρα. Ο Lorca, ευαίσθητος ποιητής και θύμα της χούντας του Φράνκο, είχε γίνει πηγή έμπνευσης για τον Θεοδωράκη, που τον είχε μελοποιήσει λίγο πριν εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα και στα 1971, με τη Μαρία στο τραγούδι και τον John Williams στην κιθάρα έβρισκε την ιδανική του ερμηνεία, στην έξοχη απόδοση του στα ελληνικά από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Η γνωριμία της με τον κορυφαίο ηθοποιό του "Berliner Ensemble", Eckerhardt Schall, κατέληξε σε μια σπουδαία συνεργασία επάνω σε τραγούδια του Bertolt Brecht. Η Μαρία ήταν η πρώτη καλλιτέχνις, την οποία αποδέχθηκε το γερμανικό κοινό σε ερμηνεία του Brecht και σε άλλη γλώσσα εκτός της γερμανικής. Οι παραστάσεις στα ελληνικά και στα γερμανικά, που έδωσε στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Ελλάδα με τον Eckerhardt Schall, σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Έγινε πηγή έμπνευσης και για ξένους καλλιτέχνες, που άκουγαν τις ηχογραφήσεις της και καταπιάνονταν με τα τραγούδια που είχε τραγουδήσει, δίνοντας τη δική τους διάσταση. Το ροκ συγκρότημα "Savage Republic" διασκεύασε μέρη από την "Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν" και το έργο "Ένας Όμηρος", ενώ ο κιθαρίστας της τζαζ Nels Cline της αφιέρωσε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην "Παντέρμη" από το "Romancero Gitano" του Lorca, με τίτλο "Maria Alone (For Maria Farandouri)".
Παράλληλα, ανανέωσε τη συνεργασία της με τον Μάνο Λοΐζο σ’ έναν δίσκο σταθμό για την εποχή, "Τα Νέγρικα", σε ποιητική δημιουργία του Γιάννη Νεγρεπόντη.
Αργότερα συνεργάστηκε με τον νέο συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου, ο οποίος μελοποίησε Μανώλη Αναγνωστάκη.
Το 1981, παρουσίασε με τον Θεοδωράκη και τον Πανδή, για δεύτερη φορά στην Κούβα, το "Canto General". Οι συναυλίες, που δόθηκαν στο μουσικά εκπαιδευμένο κουβανέζικο κοινό, παρουσία του Fidel Castro, είχαν τόση επιτυχία, ώστε o Κουβανός ηγέτης πρότεινε να επαναληφθεί στα επόμενα χρόνια και να δοθεί νέος κύκλος συναυλιών.
Οι ανάγκες της μητρότητας την ώθησαν σε λίγες αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η πιο σημαντική ήταν η συνεργασία της με τον κορυφαίο μαέστρο Zubin Mehta και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο Ηρώδειο, για την ερμηνεία του κλασικού, πλέον, έργου "Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν". Στο μέλλον θα βρισκόταν και πάλι κάτω από την μπαγκέτα του διάσημου αρχιμουσικού, λίγο πριν από το γύρισμα της χιλιετίας, στο Παρίσι, για τον εορτασμό του "Millennium" από την Unesco.
Το 1987, έζησε συγκινητικές στιγμές, όταν ερμήνευσε το "Romancero Gitano" μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Lorca στο Fuente Vaqueros, παρουσία της αδελφής του ποιητή Isabel G. Lorca και του φίλου του, ζωγράφου, Jose Caballero.
Και ενώ η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη συνεχίζεται έως σήμερα σε νέα ή ανέκδοτα έργα του μεγάλου μουσουργού, η Μαρία Φαραντούρη επιδιώκει, συγχρόνως, την επαφή με τη νεώτερη γενιά των Ελλήνων συνθετών. Στο πλαίσιο αυτό ερμήνευσε το έργο του Περικλή Κούκου σε ποίηση Χριστόφορου Χριστοφή, "Ημερολόγιο για Περαστικούς στα Τέλη του Αιώνα", στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1996.
Τρία χρόνια αργότερα, σε ένα πνεύμα καλής συνεργασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας πρότεινε στις εξαίρετες συναδέλφους της Έλλη Πασπαλά, και Σαββίνα Γιαννάτου να συνεργαστούν. Οι εμφανίσεις τους, με τις ενορχηστρώσεις του πιανίστα Τάκη Φαραζή και τη σύμπραξη στην ορχήστρα και των David Lynch και Haig Yazdjian, είχαν μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ώστε το σχήμα να παραμείνει στις ελληνικές σκηνές για δύο χρόνια.
Για χάρη της Μαρίας επέστρεψε, το 2000, στη δισκογραφία, μετά από απουσία πολλών ετών, η πρωτοποριακή συνθέτις και πλέον σημαντική επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι, Λένα Πλάτωνος. Το καλοκαίρι του 2001, όταν η Αθήνα είχε αδειάσει για τις αυγουστιάτικες διακοπές, η Μαρία Φαραντούρη γέμισε το Ηρώδειο, όπου με τη σύμπραξη της "Ορχήστρας των Χρωμάτων" και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη παρουσίασαν το πρόγραμμα "Ενας Αιώνας Ελληνικό Τραγούδι".
Τον Ιούνιο του 2003, και πάλι στο ρωμαϊκό ωδείο, τραγούδησε στην ολοκληρωμένη έκδοση της "Αμοργού" των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Την τελευταία δεκαετία, τις περιοδείες της στο εξωτερικό αλλά και πολλές εμφανίσεις της στην Ελλάδα πλαισιώνει το βερολινέζικο γκρουπ "Berliner Instrumentalisten", που απαρτίζεται από τους Γερμανούς μουσικούς Henning Schmiedt (πιάνο) Volker Schlott (φλάουτο/σαξόφωνο), Jens Naumilkat (τσέλο). Μ’ αυτούς τους μουσικούς η Μαρία Φαραντούρη δίνει μια άλλη διάσταση και προέκταση σε τραγούδια της παραδοσιακής, ρεμπέτικης και της βυζαντινής μας μουσικής, καθώς και στο παλαιώτερο και σύγχρονο έντεχνο, ελληνικό και παγκόσμιο ρεπερτόριο. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις, όπως το ethnic, με το πρόσφατο "Ψηφιδωτό", αλλά και στις συνεργασίες με καλλιτέχνες του κλασικού ρεπερτορίου, όπως ο διακεκριμένος πιανίστας Γιάννης Βακαρέλης.
Τον Νοέμβριο του 2002 παρακολούθησε τη συναυλία της στο Πανεπιστήμιο της Santa Barbara ένας μεγάλος άνθρωπος και μεγάλος μουσικός, ο Charles Lloyd. Οι δύο καλλιτέχνες αισθάνθηκαν πολύ κοντά και μια καλή φιλία γεννήθηκε.
Τον Ιούλιο του 2004, όταν ο Charles εμφανίστηκε στον Λυκαβηττό, της ζήτησε να τραγουδήσει το τραγούδι του "Blow wind", που αποτέλεσε μια ιδιαίτερη στιγμή στη μουσική πορεία της Μαρίας και μια διαφορετική εμπειρία. Στις 23 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβράβευσε την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον "Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος".
Στις 23 & 25.11.2012, η Μαρία Φαραντούρη θα πραγματοποιήσει δύο συναυλίες στο πλαίσιο του εορτασμού των 60 χρόνων από την υπογραφή συμφωνίας Ελλάδας – Αυστραλίας για τη μετανάστευση, στο Ελληνικό Μουσείο.

ΠΗΓΗ:www.tralala.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου